Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λόφος
λόφουρος
λοφώδης
λόφωσις
Λόχα
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
λοχεύτρια
View word page
λοχαγία
rank or office of λοχαγός, company commander

ShortDef

rank or office of λοχαγός, company commander

Debugging

Headword:
λοχαγία
Headword (normalized):
λοχαγία
Headword (normalized/stripped):
λοχαγια
IDX:
53793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53794
Key:

Data

{'content': 'rank or office of λοχαγός, company commander'}