Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λόφος
λόφουρος
λοφώδης
λόφωσις
Λόχα
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχαῖος
λοχάω
λοχεία
λοχεῖος
λοχεός
λοχέος
λόχευμα
View word page
λοχαγέω
lead a λόχος, company

ShortDef

lead a λόχος, company

Debugging

Headword:
λοχαγέω
Headword (normalized):
λοχαγέω
Headword (normalized/stripped):
λοχαγεω
IDX:
53792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53793
Key:

Data

{'content': 'lead a λόχος, company'}