Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοφίζω
λοφιή
λοφιήτης
λόφιον
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λόφος
λόφουρος
λοφώδης
λόφωσις
Λόχα
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
λοχάδην
λοχαῖος
λοχάω
View word page
λόφουρος
pack-animals

ShortDef

pack-animals

Debugging

Headword:
λόφουρος
Headword (normalized):
λόφουρος
Headword (normalized/stripped):
λοφουρος
IDX:
53787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53788
Key:

Data

{'content': 'pack-animals'}