Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίζω
λοφιή
λοφιήτης
λόφιον
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λόφος
λόφουρος
λοφώδης
λόφωσις
Λόχα
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
λοχαγός
View word page
λοφοποιός
a crest-maker
ShortDef
a crest-maker
Debugging
Headword:
λοφοποιός
Headword (normalized):
λοφοποιός
Headword (normalized/stripped):
λοφοποιος
IDX:
53784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53785
Key:
Data
{'content': 'a crest-maker'}