Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίζω
λοφιή
λοφιήτης
λόφιον
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λόφος
λόφουρος
λοφώδης
λόφωσις
Λόχα
λοχαγέτας
λοχαγέω
λοχαγία
View word page
λοφόομαι
to be crested
ShortDef
to be crested
Debugging
Headword:
λοφόομαι
Headword (normalized):
λοφόομαι
Headword (normalized/stripped):
λοφοομαι
IDX:
53783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53784
Key:
Data
{'content': 'to be crested'}