Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λουτρών
λουτρωνικός
λούω
λοφαδίας
λοφάω
λοφεῖον
λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίζω
λοφιή
λοφιήτης
λόφιον
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
λόφος
λόφουρος
View word page
λοφίζω
raise the λόφος
ShortDef
raise the λόφος
Debugging
Headword:
λοφίζω
Headword (normalized):
λοφίζω
Headword (normalized/stripped):
λοφιζω
IDX:
53777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53778
Key:
Data
{'content': 'raise the λόφος'}