Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λουτρωνικός
λούω
λοφαδίας
λοφάω
λοφεῖον
λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίζω
λοφιή
λοφιήτης
λόφιον
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
λοφοπωλέω
View word page
λοφιά
the mane

ShortDef

the mane

Debugging

Headword:
λοφιά
Headword (normalized):
λοφιά
Headword (normalized/stripped):
λοφια
IDX:
53775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53776
Key:

Data

{'content': 'the mane'}