Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λουτρωνικός
λούω
λοφαδίας
λοφάω
λοφεῖον
λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίζω
λοφιή
λοφιήτης
λόφιον
λοφνίς
λοφόεις
λοφόομαι
λοφοποιός
View word page
λοφηφόρος
crested
ShortDef
crested
Debugging
Headword:
λοφηφόρος
Headword (normalized):
λοφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
λοφηφορος
IDX:
53774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53775
Key:
Data
{'content': 'crested'}