Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λουτρίς
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτρόομαι
λουτροποιός
λουτροφορέω
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λουτρωνικός
λούω
λοφαδίας
λοφάω
λοφεῖον
λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
λοφίας
λοφίζω
λοφιή
View word page
λουτρωνικός
of the public baths

ShortDef

of the public baths

Debugging

Headword:
λουτρωνικός
Headword (normalized):
λουτρωνικός
Headword (normalized/stripped):
λουτρωνικος
IDX:
53768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53769
Key:

Data

{'content': 'of the public baths'}