Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λουτιάω
λουτρικός
λούτριον
λουτρίς
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτρόομαι
λουτροποιός
λουτροφορέω
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λουτρωνικός
λούω
λοφαδίας
λοφάω
λοφεῖον
λόφη
λοφηφόρος
λοφιά
View word page
λουτροχοέω
to pour water into the bath
ShortDef
to pour water into the bath
Debugging
Headword:
λουτροχοέω
Headword (normalized):
λουτροχοέω
Headword (normalized/stripped):
λουτροχοεω
IDX:
53765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53766
Key:
Data
{'content': 'to pour water into the bath'}