Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λουταρίζημα
λουτήρ
λουτήριον
λουτιάω
λουτρικός
λούτριον
λουτρίς
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτρόομαι
λουτροποιός
λουτροφορέω
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λουτρωνικός
λούω
λοφαδίας
λοφάω
λοφεῖον
View word page
λουτροποιός
bath-attendant

ShortDef

bath-attendant

Debugging

Headword:
λουτροποιός
Headword (normalized):
λουτροποιός
Headword (normalized/stripped):
λουτροποιος
IDX:
53762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53763
Key:

Data

{'content': 'bath-attendant'}