Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λουστέον
λούστης
λουταρίζημα
λουτήρ
λουτήριον
λουτιάω
λουτρικός
λούτριον
λουτρίς
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτρόομαι
λουτροποιός
λουτροφορέω
λουτροφόρος
λουτροχοέω
λουτροχόος
λουτρών
λουτρωνικός
λούω
λοφαδίας
View word page
λουτρόν
a bath, bathing place

ShortDef

a bath, bathing place

Debugging

Headword:
λουτρόν
Headword (normalized):
λουτρόν
Headword (normalized/stripped):
λουτρον
IDX:
53760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53761
Key:

Data

{'content': 'a bath, bathing place'}