Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λουπερκάλια
Λοῦπος
λούππις
Λουσιεύς
λοῦσις
λοῦσσον
λουστέον
λούστης
λουταρίζημα
λουτήρ
λουτήριον
λουτιάω
λουτρικός
λούτριον
λουτρίς
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτρόομαι
λουτροποιός
λουτροφορέω
λουτροφόρος
View word page
λουτήριον
cup
ShortDef
cup
Debugging
Headword:
λουτήριον
Headword (normalized):
λουτήριον
Headword (normalized/stripped):
λουτηριον
IDX:
53754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53755
Key:
Data
{'content': 'cup'}