Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λούκουντλος
λοῦμα
λουμενάριον
Λουπερκάλια
Λοῦπος
λούππις
Λουσιεύς
λοῦσις
λοῦσσον
λουστέον
λούστης
λουταρίζημα
λουτήρ
λουτήριον
λουτιάω
λουτρικός
λούτριον
λουτρίς
λουτροδάϊκτος
λουτρόν
λουτρόομαι
View word page
λούστης
one fond of bathing

ShortDef

one fond of bathing

Debugging

Headword:
λούστης
Headword (normalized):
λούστης
Headword (normalized/stripped):
λουστης
IDX:
53751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53752
Key:

Data

{'content': 'one fond of bathing'}