Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λόρδωμα
λόρδων
λόρδωσις
λουδοτρόφος
λοῦκα
λούκουντλος
λοῦμα
λουμενάριον
Λουπερκάλια
Λοῦπος
λούππις
Λουσιεύς
λοῦσις
λοῦσσον
λουστέον
λούστης
λουταρίζημα
λουτήρ
λουτήριον
λουτιάω
λουτρικός
View word page
λούππις
milvus
ShortDef
milvus
Debugging
Headword:
λούππις
Headword (normalized):
λούππις
Headword (normalized/stripped):
λουππις
IDX:
53746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53747
Key:
Data
{'content': 'milvus'}