Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοπάς
λοπάω
λοπητός
λοπίζω
λόπιμος
λοπίς
λοπός
λορδός
λορδόω
λόρδωμα
λόρδων
λόρδωσις
λουδοτρόφος
λοῦκα
λούκουντλος
λοῦμα
λουμενάριον
Λουπερκάλια
Λοῦπος
λούππις
Λουσιεύς
View word page
λόρδων
the demon of impure

ShortDef

the demon of impure

Debugging

Headword:
λόρδων
Headword (normalized):
λόρδων
Headword (normalized/stripped):
λορδων
IDX:
53737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53738
Key:

Data

{'content': 'the demon of impure'}