Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοπαδοφυσητής
λοπάς
λοπάω
λοπητός
λοπίζω
λόπιμος
λοπίς
λοπός
λορδός
λορδόω
λόρδωμα
λόρδων
λόρδωσις
λουδοτρόφος
λοῦκα
λούκουντλος
λοῦμα
λουμενάριον
Λουπερκάλια
Λοῦπος
λούππις
View word page
λόρδωμα
a bending supinely
ShortDef
a bending supinely
Debugging
Headword:
λόρδωμα
Headword (normalized):
λόρδωμα
Headword (normalized/stripped):
λορδωμα
IDX:
53736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53737
Key:
Data
{'content': 'a bending supinely'}