Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπαδεύω
λοπάδιον
λοπαδοφυσητής
λοπάς
λοπάω
λοπητός
λοπίζω
λόπιμος
λοπίς
λοπός
λορδός
λορδόω
λόρδωμα
λόρδων
λόρδωσις
λουδοτρόφος
λοῦκα
λούκουντλος
λοῦμα
View word page
λοπίς
shell, flake, scale

ShortDef

shell, flake, scale

Debugging

Headword:
λοπίς
Headword (normalized):
λοπίς
Headword (normalized/stripped):
λοπις
IDX:
53732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53733
Key:

Data

{'content': 'shell, flake, scale'}