Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοξόω
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπαδεύω
λοπάδιον
λοπαδοφυσητής
λοπάς
λοπάω
λοπητός
λοπίζω
λόπιμος
λοπίς
λοπός
λορδός
λορδόω
λόρδωμα
λόρδων
λόρδωσις
λουδοτρόφος
λοῦκα
λούκουντλος
View word page
λόπιμος
easily stripped
ShortDef
easily stripped
Debugging
Headword:
λόπιμος
Headword (normalized):
λόπιμος
Headword (normalized/stripped):
λοπιμος
IDX:
53731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53732
Key:
Data
{'content': 'easily stripped'}