Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοξοχρήσμων
λοξόω
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπαδεύω
λοπάδιον
λοπαδοφυσητής
λοπάς
λοπάω
λοπητός
λοπίζω
λόπιμος
λοπίς
λοπός
λορδός
λορδόω
λόρδωμα
λόρδων
λόρδωσις
λουδοτρόφος
λοῦκα
View word page
λοπίζω
peel off the bark
ShortDef
peel off the bark
Debugging
Headword:
λοπίζω
Headword (normalized):
λοπίζω
Headword (normalized/stripped):
λοπιζω
IDX:
53730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53731
Key:
Data
{'content': 'peel off the bark'}