Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοξόπορος
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λοξόφθαλμος
λοξοχρήσμων
λοξόω
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπαδεύω
λοπάδιον
λοπαδοφυσητής
λοπάς
λοπάω
λοπητός
λοπίζω
λόπιμος
λοπίς
λοπός
λορδός
λορδόω
View word page
λοπάδιον
a platter

ShortDef

a platter

Debugging

Headword:
λοπάδιον
Headword (normalized):
λοπάδιον
Headword (normalized/stripped):
λοπαδιον
IDX:
53725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53726
Key:

Data

{'content': 'a platter'}