Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λοξόφθαλμος
λοξοχρήσμων
λοξόω
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπαδεύω
λοπάδιον
λοπαδοφυσητής
View word page
λοξός
slanting, crosswise, aslant
ShortDef
slanting, crosswise, aslant
Debugging
Headword:
λοξός
Headword (normalized):
λοξός
Headword (normalized/stripped):
λοξος
IDX:
53716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53717
Key:
Data
{'content': 'slanting, crosswise, aslant'}