Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
λοξός
λοξότης
λοξοτρόχις
λοξόφθαλμος
λοξοχρήσμων
λοξόω
λόξωσις
λοπαδαρπαγίδης
λοπαδεύω
View word page
λοξοπορέω
go slantwise
ShortDef
go slantwise
Debugging
Headword:
λοξοπορέω
Headword (normalized):
λοξοπορέω
Headword (normalized/stripped):
λοξοπορεω
IDX:
53714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53715
Key:
Data
{'content': 'go slantwise'}