Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος2
λόκκη
Λοκρίς
Λοκριστί
Λοκροί
Λοκρός
λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
λοξοειδής
λοξοκέλευθος
λοξοκίνητος
λοξοπεριπάτητος
λοξοπορέω
λοξόπορος
View word page
λοξεύω
obscure
ShortDef
obscure
Debugging
Headword:
λοξεύω
Headword (normalized):
λοξεύω
Headword (normalized/stripped):
λοξευω
IDX:
53705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53706
Key:
Data
{'content': 'obscure'}