Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος2
λόκκη
Λοκρίς
Λοκριστί
Λοκροί
Λοκρός
λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
Λοξικός
λοξοβάτης
λοξοβλεπτέω
View word page
λόκκη
a cloak

ShortDef

a cloak

Debugging

Headword:
λόκκη
Headword (normalized):
λόκκη
Headword (normalized/stripped):
λοκκη
IDX:
53699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53700
Key:

Data

{'content': 'a cloak'}