Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος2
λόκκη
Λοκρίς
Λοκριστί
Λοκροί
Λοκρός
λόξευμα
λοξεύω
Λοξίας
View word page
λοίσθιος
last

ShortDef

last

Debugging

Headword:
λοίσθιος
Headword (normalized):
λοίσθιος
Headword (normalized/stripped):
λοισθιος
IDX:
53696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53697
Key:

Data

{'content': 'last'}