Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος2
λόκκη
Λοκρίς
Λοκριστί
Λοκροί
View word page
λοιπογραφέω
allow to remain in arrear, carry over

ShortDef

allow to remain in arrear, carry over

Debugging

Headword:
λοιπογραφέω
Headword (normalized):
λοιπογραφέω
Headword (normalized/stripped):
λοιπογραφεω
IDX:
53692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53693
Key:

Data

{'content': 'allow to remain in arrear, carry over'}