Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
λοῖσθος2
λόκκη
View word page
λοιπάζω
leave
ShortDef
leave
Debugging
Headword:
λοιπάζω
Headword (normalized):
λοιπάζω
Headword (normalized/stripped):
λοιπαζω
IDX:
53689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53690
Key:
Data
{'content': 'leave'}