Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
λοιπός
λοισθήϊος
λοίσθιος
λοῖσθος
View word page
λοιμώσσω
to have the plague

ShortDef

to have the plague

Debugging

Headword:
λοιμώσσω
Headword (normalized):
λοιμώσσω
Headword (normalized/stripped):
λοιμωσσω
IDX:
53687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53688
Key:

Data

{'content': 'to have the plague'}