Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
λοιπός
λοισθήϊος
View word page
λοιμοφόρος
bringing plague, pestilential

ShortDef

bringing plague, pestilential

Debugging

Headword:
λοιμοφόρος
Headword (normalized):
λοιμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λοιμοφορος
IDX:
53685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53686
Key:

Data

{'content': 'bringing plague, pestilential'}