Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
λοιπός
View word page
λοιμότης
pestilent condition

ShortDef

pestilent condition

Debugging

Headword:
λοιμότης
Headword (normalized):
λοιμότης
Headword (normalized/stripped):
λοιμοτης
IDX:
53684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53685
Key:

Data

{'content': 'pestilent condition'}