Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
λοιπογραφία
View word page
λοιμός
a plague, pestilence

ShortDef

a plague, pestilence

Debugging

Headword:
λοιμός
Headword (normalized):
λοιμός
Headword (normalized/stripped):
λοιμος
IDX:
53683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53684
Key:

Data

{'content': 'a plague, pestilence'}