Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
λοιπασμός
λοιπογραφέω
View word page
λοιμοποιός
causing a pestilence

ShortDef

causing a pestilence

Debugging

Headword:
λοιμοποιός
Headword (normalized):
λοιμοποιός
Headword (normalized/stripped):
λοιμοποιος
IDX:
53682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53683
Key:

Data

{'content': 'causing a pestilence'}