Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
λοιπάς
View word page
λοίμη
pestilence

ShortDef

pestilence

Debugging

Headword:
λοίμη
Headword (normalized):
λοίμη
Headword (normalized/stripped):
λοιμη
IDX:
53680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53681
Key:

Data

{'content': 'pestilence'}