Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
λοιπάζω
View word page
λοιμεύομαι
to be pestilent

ShortDef

to be pestilent

Debugging

Headword:
λοιμεύομαι
Headword (normalized):
λοιμεύομαι
Headword (normalized/stripped):
λοιμευομαι
IDX:
53679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53680
Key:

Data

{'content': 'to be pestilent'}