Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφορεύς
ἀμφορικός
ἀμφορίξ
ἀμφορίσκος
ἀμφορίτης
ἀμφοτεράκις
ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτερήκης
ἀμφοτερίζω
ἀμφοτερόβλεπτος
ἀμφοτερόγλωσσος
ἀμφοτερογνώμων
ἀμφοτεροδύναμος
ἀμφοτερόπλοος
ἀμφότερος
Ἀμφοτερός
ἀμφοτερότης
ἀμφοτέρωθεν
ἀμφοτέρωθι
ἀμφοτέρως
ἀμφοτέρωσε
View word page
ἀμφοτερόγλωσσος
speaking both ways, double-tongued
ShortDef
speaking both ways, double-tongued
Debugging
Headword:
ἀμφοτερόγλωσσος
Headword (normalized):
ἀμφοτερόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
αμφοτερογλωσσος
IDX:
5367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5368
Key:
Data
{'content': 'speaking both ways, double-tongued'}