Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
λοιμώσσω
λοιπαδάριος
View word page
λοίδορος
railing, abusive

ShortDef

railing, abusive

Debugging

Headword:
λοίδορος
Headword (normalized):
λοίδορος
Headword (normalized/stripped):
λοιδορος
IDX:
53678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53679
Key:

Data

{'content': 'railing, abusive'}