Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
λοιμότης
λοιμοφόρος
λοιμώδης
View word page
λοιδορητικός
abusive
ShortDef
abusive
Debugging
Headword:
λοιδορητικός
Headword (normalized):
λοιδορητικός
Headword (normalized/stripped):
λοιδορητικος
IDX:
53676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53677
Key:
Data
{'content': 'abusive'}