Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
λοιμός
View word page
λοιδόρημα
railing, abuse, an affront

ShortDef

railing, abuse, an affront

Debugging

Headword:
λοιδόρημα
Headword (normalized):
λοιδόρημα
Headword (normalized/stripped):
λοιδορημα
IDX:
53673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53674
Key:

Data

{'content': 'railing, abuse, an affront'}