Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
λοιμοποιός
View word page
λοιδορέω
to abuse, revile

ShortDef

to abuse, revile

Debugging

Headword:
λοιδορέω
Headword (normalized):
λοιδορέω
Headword (normalized/stripped):
λοιδορεω
IDX:
53672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53673
Key:

Data

{'content': 'to abuse, revile'}