Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
λοιμικός
View word page
λοιγός2
pestilent

ShortDef

ruin, havoc
pestilent

Debugging

Headword:
λοιγός2
Headword (normalized):
λοιγός
Headword (normalized/stripped):
λοιγος2
IDX:
53671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53672
Key:

Data

{'content': 'pestilent'}