Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λογχωτός
λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
λοίμη
View word page
λοιγός
ruin, havoc
ShortDef
ruin, havoc
pestilent
Debugging
Headword:
λοιγός
Headword (normalized):
λοιγός
Headword (normalized/stripped):
λοιγος
IDX:
53670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53671
Key:
Data
{'content': 'ruin, havoc'}