Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογχοφόρος
λογχωτός
λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
λοιμεύομαι
View word page
λοιγολαμπής
balefully gleaming

ShortDef

balefully gleaming

Debugging

Headword:
λοιγολαμπής
Headword (normalized):
λοιγολαμπής
Headword (normalized/stripped):
λοιγολαμπης
IDX:
53669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53670
Key:

Data

{'content': 'balefully gleaming'}