Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
λοιδορησμός
λοιδορητέον
λοιδορητικός
λοιδορία
λοίδορος
View word page
λοίγιος
pestilent, deadly, fatal

ShortDef

pestilent, deadly, fatal

Debugging

Headword:
λοίγιος
Headword (normalized):
λοίγιος
Headword (normalized/stripped):
λοιγιος
IDX:
53668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53669
Key:

Data

{'content': 'pestilent, deadly, fatal'}