Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λογχίτης
λογχοδρέπανον
λογχοειδής
λογχόομαι
λογχοποιΐα
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
λοιδόρημα
View word page
λοετροχοός
pouring
ShortDef
pouring
Debugging
Headword:
λοετροχοός
Headword (normalized):
λοετροχοός
Headword (normalized/stripped):
λοετροχοος
IDX:
53663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53664
Key:
Data
{'content': 'pouring'}