Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λογχίον
λογχίτης
λογχοδρέπανον
λογχοειδής
λογχόομαι
λογχοποιΐα
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
λοιδορέω
View word page
λοετρόν
bathing, bath
ShortDef
bathing, bath
Debugging
Headword:
λοετρόν
Headword (normalized):
λοετρόν
Headword (normalized/stripped):
λοετρον
IDX:
53662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53663
Key:
Data
{'content': 'bathing, bath'}