Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λόγχιμος
λογχίον
λογχίτης
λογχοδρέπανον
λογχοειδής
λογχόομαι
λογχοποιΐα
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
λοιβή
λοίγιος
λοιγολαμπής
λοιγός
λοιγός2
View word page
λογώδης
verbal
ShortDef
verbal
Debugging
Headword:
λογώδης
Headword (normalized):
λογώδης
Headword (normalized/stripped):
λογωδης
IDX:
53661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53662
Key:
Data
{'content': 'verbal'}