Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογχαῖος
λογχεύω
λόγχη
λόγχη2
λογχήρης
λόγχιμος
λογχίον
λογχίτης
λογχοδρέπανον
λογχοειδής
λογχόομαι
λογχοποιΐα
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
λογώδης
λοετρόν
λοετροχοός
λοιβά
λοιβαῖος
λοιβεῖον
View word page
λογχόομαι
to be furnished with a point

ShortDef

to be furnished with a point

Debugging

Headword:
λογχόομαι
Headword (normalized):
λογχόομαι
Headword (normalized/stripped):
λογχοομαι
IDX:
53656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53657
Key:

Data

{'content': 'to be furnished with a point'}