Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογοπώλης
λόγος
λογοσυλλεκτάδης
λογοφίλης
λογόω
λόγχα
λογχαῖος
λογχεύω
λόγχη
λόγχη2
λογχήρης
λόγχιμος
λογχίον
λογχίτης
λογχοδρέπανον
λογχοειδής
λογχόομαι
λογχοποιΐα
λογχοποιός
λογχοφόρος
λογχωτός
View word page
λογχήρης
armed with a spear

ShortDef

armed with a spear

Debugging

Headword:
λογχήρης
Headword (normalized):
λογχήρης
Headword (normalized/stripped):
λογχηρης
IDX:
53650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53651
Key:

Data

{'content': 'armed with a spear'}