Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λογοποιικός
λογοποιός
λογοπραγέω
λογοπώλης
λόγος
λογοσυλλεκτάδης
λογοφίλης
λογόω
λόγχα
λογχαῖος
λογχεύω
λόγχη
λόγχη2
λογχήρης
λόγχιμος
λογχίον
λογχίτης
λογχοδρέπανον
λογχοειδής
λογχόομαι
λογχοποιΐα
View word page
λογχεύω
to pierce with a spear

ShortDef

to pierce with a spear

Debugging

Headword:
λογχεύω
Headword (normalized):
λογχεύω
Headword (normalized/stripped):
λογχευω
IDX:
53647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53648
Key:

Data

{'content': 'to pierce with a spear'}